- καταφυτεία
- καταφυτεία, ἡ (Α) [καταφυτεύω]1. φύτευση, καταφύτευση2. φόρος στις φυτείες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφύτευσις — καταφύτευσις, ἡ (Α) [καταφυτεύω] (κυριολ. και μτφ.) καταφυτεία, πυκνή φύτευση, φυτεία, φύτεμα … Dictionary of Greek